- πολύχαλκος
- -ον, Α1. (για τόπο) αυτός που έχει πολύ χαλκό ή ορείχαλκο, ο πλούσιος σε χαλκό2. αυτός που είναι κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από χαλκό, ολόχαλκος («ἄξονες πολύχαλκοι», Παρμ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + χαλκός (πρβλ. αριστό-χαλκος)].
Dictionary of Greek. 2013.